- καρπάσινος
- καρπάσινος, -ίνη -ον (Α) [κάρπασος]ο κατασκευασμένος από κάρπασο*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπάσινον — καρπάσινος made of masc acc sg καρπάσινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπασίνης — καρπάσινος made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπασίνοις — καρπάσινος made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπάσινοι — καρπάσινος made of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπασίνας — καρπασίνᾱς , καρπάσινος made of fem acc pl καρπασίνᾱς , καρπάσινος made of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿԵՐՊԱՍ — (ու, ուց, ուք, ովք, իւք.) NBH 1 1092 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c, 14c գ. պ. ար. Գիրբաս, գիրպաս յն. գա՛տրբասօս. κάρπασος carbasus. Կտաւ բարակաման կամ մետաքսեայ. Վուշ. բեհեզ. Խաս քեթէն, սանտալ, տիպա, տիւլպէնտ. *էր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)